- υγειονομείο
- το, Νδημόσια υπηρεσία που εδρεύει σε συγκοινωνιακές διόδους, όπως λ.χ. σε λιμάνια και σε συνοριακούς σταθμούς, και η οποία αποσκοπεί στην προφύλαξη μιας χώρας από τα λοιμώδη νοσήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγεία + -νομείο (< -νόμος*). Η λ., στον λόγιο τ. ὑγειονομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.